τρυγητοῦ

τρυγητοῦ
τρυγητής
masc gen sg

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Look at other dictionaries:

  • τρυγήτου — τρύγητος gathering of fruits masc gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Οσχοφόριο — Γιορτή του τρυγητού, που γινόταν περίπου τον Οκτώβριο στην αρχαία Αθήνα. Λέγονται και Ωσχοφόρια. Κλαδιά από αμπέλια με τσαμπιά από σταφύλι μεταφέρονταν από έφηβους, που κάλυπταν τρέχοντας την απόσταση από τον ναό του Διόνυσου στην Αθήνα, έως το… …   Dictionary of Greek

  • Μόρυχος — Μόρυχος, ὁ (Α) 1. προσωνυμία τού θεού Διονύσου στη Σικελία, επειδή κατά την εποχή τού τρυγητού άλειφαν το πρόσωπό του με χυμό σταφυλιών ή με κατακάθι κρασιού 2. παροιμ. «μωρότερος Μορύχου» πάρα πολύ κουτός. [ΕΤΥΜΟΛ. Βλ. λ. μορύσσω] …   Dictionary of Greek

  • ξυλογλυπτική — Η τέχνη της απεικόνισης, πάνω σε ξύλο, διαφόρων μορφών ή καλλιτεχνικών σχεδίων. Αποτελεί μία από τις αρχαιότερες και περισσότερο διαδομένες τέχνες σε ολόκληρο τον κόσμο. Οι αρχαίοι αναπτύξανε την ξ., όχι μόνο για διακοσμητικούς λόγους αλλά και… …   Dictionary of Greek

  • προτρύγαιος — ον, Α 1. (προσωνυμία κυρίως τού Διονύσου αλλά και άλλων θεών) ο προϊστάμενος τού τρυγητού ή ο προστάτης τού τρύγου (α. «ἑορτὴ Διονύσου προτρυγαίου», Αχιλλ. Τάτ. β. «προτρύγαιοι θεοί», Πολυδ.) 2. (το ουδ. πληθ. ως ουσ.) τὰ προτρύγαια γιορτή τού… …   Dictionary of Greek

  • τρύγος — (I) ο, ΝΜΑ [τρυγῶ (Ι)] η συγκομιδή ώριμων καρπών και ιδίως τών σταφυλιών, ο τρυγητός νεοελλ. 1. η εποχή τού τρυγητού 2. φρ. «μπήκαμε στον τρύγο» αρχίσαμε τον τρυγητό 3. παροιμ. φρ. «θέρος, τρύγος, πόλεμος» λέγεται για περιστάσεις κατά τις οποίες… …   Dictionary of Greek

  • Αρζαντέιγ — (Argenteuil). Πόλη (91.800 κάτ. το 2002) της βόρειας Γαλλίας, στον νομό Σηκουάνα και Ουάζ. Είναι χτισμένη στη δεξιά όχθη του Σηκουάνα και θεωρείται προάστιο του Παρισιού. Η Α. διαθέτει βιομηχανία παραγωγής αγροτικών μηχανών και κινητήρων… …   Dictionary of Greek

  • κατακόμβες — Υπόγεια κοιμητήρια, χριστιανικά κατά κανόνα, τα οποία αποτελούνται από στοές, όπου θάβονταν οι νεκροί μέσα σε λαξευτούς τάφους. Η ονομασία τους προέρχεται από την έκφραση adcatacumbas, που δήλωνε την περιοχή του ναού του Αγίου Σεβαστιανού και του …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”